καταστρέφω

καταστρέφω
καταστρέφω, [tense] pf. κατέστραφα (trans.) Plb.23.11.2:—[voice] Pass., [tense] fut. -
A

στρᾰφήσομαι D.C.42.42

: [tense] pf. imper.

κατεστρέφθω Epicur.

(v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3sg. -έστραπτο Hdn. (v. infr.); [ per.] 3pl. -εστράφατο D.C.39.5:— turn down, trample on,

ποσσί h.Ap.73

; turn the soil, X.Oec.17.10; κάνθαρον κ. turn it upside down, so as to drain it, Alex.115, cf. Sotad. Com.1.33, LXX 4 Ki.21.13;

κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ Arist.HA 622b8

.
II upset, overturn,

τὴν πόλιν κ. Ar.Eq.274

;

τὰς εἰκόνας D.L.5.82

; ruin, undo,

βίον καὶ τέκνα καὶ πόλεις Plb.23.11.2

; τινα AP 11.163 (Lucill.):—[voice] Pass.,

τὰ προάστεια κατέστραπτο Hdn.8.4.8

.
2 [voice] Med., subject to oneself, subdue,

πολέμῳ Hdt.1.64

, cf. 71, al., Th.3.13
, D.18.244, etc.;

νόσον E.Hipp.477

; τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.1.6: c. inf.,

Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον εἶναι Id.7.51

.
3 [voice] Pass., in [tense] aor. and [tense] pf., to be subdued, Id.1.130,68: [tense] plpf., Th.5.29: c.inf., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, A.Ag.956: [tense] pf. [voice] Pass. also in sense of [voice] Med., Hdt.1.171;

πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει D.4.6

, cf. X.HG5.2.38, Isoc.5.21.
III of a floating solid, right itself, Archim. Fluit. 2.9 ([voice] Pass.).
b intr., return,

εἰς ταὐτόν Arist.Pr.921a26

, cf. Mech. 856b17.
IV turn round, direct, [καταπάλτην] train it on the enemy, Ph.Bel.82.14; esp. towards an end, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; A.Pers.787;

οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὥστ' ἐναντία γενέσθαι τοῖς προσδοκωμένοις Din.1.32

; κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους guided the conversations to a friendly end, Aeschin.2.39: hence, bring to an end, κ. τὴν βίβλον, τὸν λόγον, Plb.3.118.10, 22.9.4 ([voice] Pass.,

ταῦτα μὲν αὐτοῦ κατεστρέφθω Epicur.Nat.14.6

); esp. κ. τὸν βίον Cebes 10, Ael.NA13.21, Plu.Thes.19,etc.;

ὑπὸ τῶν πολεμίων Id.Comp.Sol.Publ.1

: abs., come to an end, close, Plb.4.2.1;

τοῦ ἐνιαυτοῦ -στρέφοντος Plu.Caes.51

; esp. end life, die, Epicur.Ep.3p.61U., Plu.Them.31, Arr.An.7.3.1, Hdn.5.8.10; κ. εἰς ἀπώλειαν end in . . , Alciphr.3.70;

τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα -στρέφειν οἰόμενος Plu. Phil.4

; ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην inclines towards . . , Id.Sull. 29.
2 Rhet., metaph., λέξις κατεστραμμένη periodic style, opp. εἰρομένη, Arist.Rh.1409a26, cf. Demetr.Eloc.12,21.
V screw or stretch tight,

αἱ κατεστραμμέναι χορδαί Arist.Aud.803a28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταστρέφω — turn down pres subj act 1st sg καταστρέφω turn down pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέφω — καταστρέφω, κατέστρεψα (σπάν. κατάστρεψα) βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • καταστρέφω — κατέστρεψα και κατάστρεψα, καταστράφηκα, καταστρεμμένος και κατεστραμμένος 1. φθείρω, εξολοθρεύω, εξοντώνω: Το κάπνισμα καταστρέφει την υγεία. 2. διαφθείρω: Τον κατάστρεψαν οι κακές παρέες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστρέφετε — καταστρέφω turn down pres imperat act 2nd pl καταστρέφω turn down pres ind act 2nd pl καταστρέφω turn down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέφῃ — καταστρέφω turn down pres subj mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres ind mp 2nd sg καταστρέφω turn down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψει — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg (epic) καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg καταστρέφω turn down fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψουσι — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψουσιν — καταστρέφω turn down aor subj act 3rd pl (epic) καταστρέφω turn down fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταστρέφω turn down fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψω — καταστρέφω turn down aor subj act 1st sg καταστρέφω turn down fut ind act 1st sg καταστρέφω turn down aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρέψῃ — καταστρέφω turn down aor subj mid 2nd sg καταστρέφω turn down aor subj act 3rd sg καταστρέφω turn down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”